θύρωμα

θύρωμα
θύρωμα
doorway
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • θύρωμα — το, ατος πλαίσιο όπου τοποθετείται η θύρα, κάσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρωμάτων — θύρωμα doorway neut gen pl θυρώματα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμασι — θύρωμα doorway neut dat pl θυρώματα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμασιν — θύρωμα doorway neut dat pl θυρώματα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματα — θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματι — θύρωμα doorway neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματος — θύρωμα doorway neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώμαθ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρώματ' — θυρώματα , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc pl θυρώματι , θύρωμα doorway neut dat sg θυρώματε , θύρωμα doorway neut nom/voc/acc dual θυρώματα , θυρώματα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”